- ρίζι
- το см. ρύζι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ακρορίζι — και ακρόριζο, το το ακρότατο σημείο μιας ρίζας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ουσ. ριζί] … Dictionary of Greek
Διαλυνά, Ρίκα — (Ηράκλειο 1939 –). Ηθοποιός. Πρωταγωνίστρια του θεάτρου αλλά και του κινηματογράφου, κυρίως στις δεκαετίες του 1960 και 1970. Σπούδασε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου καθώς και στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Έζησε για αρκετό διάστημα στις ΗΠΑ,… … Dictionary of Greek
ντοκιμαντέρ — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κινηματογραφική κριτική ως επίθετο. Τον δημιούργησε ο Τζον Γκρίρσον, ο οποίος, το 1926, στην κριτική του για την ταινία Μοάνα του Ρόμπερτ Φλάερτι, που δημοσίευσε στην εφημερίδα Sun της Νέας Υόρκης,… … Dictionary of Greek